μεσόλευκος

μεσόλευκος
μεσόλευκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι στη μέση λευκός, ο αναμεμιγμένος με λευκό χρώμα, ο διάλευκος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μεσόλευκος
είδος πολύτιμου λίθου
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεσόλευκος
το φυτό λευκάς η ορεινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + λευκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεσόλευκος — middling white masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόλευκον — μεσόλευκος middling white masc/fem acc sg μεσόλευκος middling white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσολεύκοις — μεσόλευκος middling white masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”