- μεσόλευκος
- μεσόλευκος, -ον (Α)1. αυτός που είναι στη μέση λευκός, ο αναμεμιγμένος με λευκό χρώμα, ο διάλευκος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μεσόλευκοςείδος πολύτιμου λίθου3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεσόλευκοςτο φυτό λευκάς η ορεινή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + λευκός].
Dictionary of Greek. 2013.